αιλουροειδή

αιλουροειδή
Υπόταξη των σαρκοφάγων (ομοταξία των θηλαστικών) στην οποία ανήκουν πολυάριθμα είδη, όπως ο αίλουρος, η γάτα, η τίγρη, το λιοντάρι, η λεοπάρδαλη, ο ιαγουάρος, ο λυγξ, το πούμα και ο γατόπαρδος. Τα α. έχουν στρογγυλωπό κεφάλι με ρύγχος κοντό και αυτιά μάλλον μικρά και αιχμηρά. Τα μάτια τους, σε θέση μετωπική, είναι μεγάλα, με κόρη στρογγυλή τη νύχτα και στενή στην κάθετη σχισμή την ημέρα· τα μουστάκια τους είναι όργανα αφής υπερευαίσθητα. Η οδοντοστοιχία τους είναι πλήρης και αποτελείται από τριάντα δόντια· οι κοπτήρες είναι μικροί, οι κυνόδοντες ισχυροί και πολύ ανεπτυγμένοι, οι προγομφίοι μεγάλοι και αιχμηροί· ο τελευταίος προγόμφιος στο πάνω σαγόνι και ο πρώτος γομφίος στο κάτω ονομάζονται οστεοθλάστες και είναι χαρακτηριστικοί των σαρκοφάγων. Τα δόντια αυτά είναι κοφτερά και χρησιμεύουν, μαζί με τους κυνόδοντες, στα α. για να σκοτώνουν τα ζώα με τα οποία τρέφονται και για να ξεσχίζουν τις σάρκες. Το σώμα των α., μακρουλό και ευκίνητο, καλύπτεται από πυκνό και συνήθως απαλό τρίχωμα· η ουρά τους κατά κανόνα είναι μακριά. Τα άκρα τους έχουν πέντε δάχτυλα τα μπροστινά και τέσσερα τα πίσω, όλα εξοπλισμένα με γαμψά και συσταλτά νύχια, που παραμένουν κρυμμένα μέσα σε μια δερματική πτυχή των δαχτύλων, εκτός εάν το ζώο σχεδιάζει να επιτεθεί στη λεία του ή να αμυνθεί. Τα α. έχουν αθόρυβο περπάτημα· ακουμπούν στο έδαφος μόνο τα δάχτυλα –γι’ αυτό και ονομάζονται δαχτυλοβάμονα– τα οποία έχουν στο κάτω μέρος μαλακά σφαιρικά εξογκώματα. Ανεξάρτητα από το μέγεθος, ο σκελετός της γάτας δείχνει τις σωματικές αναλογίες των αιλουροειδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεοπάρδαλη — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Στη νεότερη συστηματική ταξινόμηση ο όρος πάνθηρας δηλώνει γένος διαφόρων ειδών αιλουροειδών, τα οποία παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο γένος …   Dictionary of Greek

  • αγριόγατος — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Οι α. ζουν στα πυκνά δάση της ανατολικής και της κεντρικής Ευρώπης. Ζουν επίσης σε διάφορες περιοχές της ορεινής Σκοτίας. Είναι ζώα επικίνδυνα. Το σώμα τους είναι πιο μεγάλο από της… …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • γατόπαρδος — Την ονομασία αυτή έχουν δύο είδη αιλουροειδών, ένα αφρικανικό και ένα αμερικανικό, που είναι γνωστό και ως αιλουροτίγρης. Ο αμερικανικός γ. έχει μήκος περίπου 1,40 μ. μαζί με την ουρά. Το σώμα του είναι δυνατό και ευκίνητο, τα πόδια του είναι… …   Dictionary of Greek

  • γενετή — (genetta). Επιστημονική ονομασία είδους σαρκοβόρων ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών, που την αποτελούν ζώα μήκους περίπου 1 μ., με κηλιδωτό τρίχωμα, ευκίνητα και αιμοβόρα. Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόπρωκτος — (Cryptoprocta). Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας viverridae. Πρόκειται για ιθαγενές ζώο της Μαδαγασκάρης και το μεγαλύτερο από τα αρπακτικά του νησιού. Το κυριότερο είδος είναι το Cryptoprocta ferox, γνωστό και με την κοινή ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • λιοντάρι — και λεοντάρι, το 1. κοινή ονομασία τού είδους Panthera leo, σαρκοφάγου θηλαστικού τής οικογένειας αιλουροειδή, ο λέων 2. μτφ. άνθρωπος ατρόμητος, γενναίος, λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάριον, με συνίζηση (< λέων)] …   Dictionary of Greek

  • λύγκας — (Lynx). Γένος αιλουροειδών θηλαστικών της τάξης των σαρκοφάγων. Τα ζώα αυτά έχουν στρογγυλό κεφάλι με μακριά αφτιά, που απολήγουν σε αιχμή, και μια χαρακτηριστική τριχωτή τούφα στην κορυφή. Το σώμα τους είναι λεπτό και ρωμαλέο, καταλήγοντας σε… …   Dictionary of Greek

  • πούμα — (felis concolor). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Έχει συνολικό μήκος μέχρι 1,85 μ. από τα οποία τα 65 εκ. καταλαμβάνει η ουρά, και ύψος μέχρι το ακρώμιο 50 – 70 εκ. Όπως και τα άλλα αιλουροειδή έχει τέλεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”